σπηλαιολογικός

σπηλαιολογικός
-ή, -ό, Ν [σπηλαιολογία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπηλαιολογία ή στον σπηλαιολόγο
2. φρ. «Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία» — επίσημος σύλλογος που έχει ως σκοπό την επιστημονική έρευνα τών σπηλαίων σε συνδυασμό με τη σωματική άσκηση, την αναψυχή και την τουριστική αξιοποίηση τών σπηλαίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπηλαιολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σπηλαιολογία: Ασχολείται με σπηλαιολογικές έρευνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπεολογικός — ή, ό, Ν [σπεολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπεολογια και στον σπεολόγο, αλλ. σπηλαιολογικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”